πεζότης

πεζότης
πεζότης, ητος, , the
A being furnished with feet, Simp.in Cat.100.16.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πεζότης — being furnished with feet fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζότητα — πεζότης being furnished with feet fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζότητος — πεζότης being furnished with feet fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζότητα — η / πεζότης, ητος, ΝΑ [πεζός] νεοελλ. έλλειψη πρωτοτυπίας και καλαισθησίας στη σκέψη, στην έκφραση και στον χαρακτήρα, κοινοτοπία, μονοτονία αρχ. η ιδιότητα τού πεζού, τού πεζοπόρου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”